κατάφοβος

κατάφοβος
κατάφοβος
fearful
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάφοβος — η, ο (AM κατάφοβος, ον) περιδεής, περίφοβος, γεμάτος φόβο, («ἦσαν κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», Πολ.) αρχ. αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φοβος (< φόβος), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κατάφοβον — κατάφοβος fearful masc/fem acc sg κατάφοβος fearful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόβου — κατάφοβος fearful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόβους — κατάφοβος fearful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόβων — κατάφοβος fearful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφοβοι — κατάφοβος fearful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφοβώ — καταφοβῶ, έω (Α) [κατάφοβος] (επιτ. τ. τού φοβώ) φοβίζω κάποιον πολύ, προξενώ μεγάλο φόβο σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”